ρουχικό

ρουχικό
το
καθετί που χρησιμεύει ως ένδυμα: Στο μπαούλο της υπήρχε πολύ ρουχικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρουχικό — το, Ν [ρούχο] στον πληθ. τα ρουχικά το σύνολο τού ιματισμού, ο ρουχισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”